Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τετράχειρος
Revision as of 11:45, 10 May 2023 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
-η, -ο, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα χέρια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχειρα παλαιότερος χαρακτηρισμός πιθήκων επειδή χρησιμοποιούν και τα τέσσεραάκρα ως χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ.<τετρ(α)- + -χειρος (<χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. δίχειρος].