ῥαιβοσκελής

Revision as of 12:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ές, (σκέλος) bandy-legged, πάγουρος AP6.196 (Stat. Flacc.).

German (Pape)

[Seite 832] ές, mit einwärts gebogenen Füßen, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux jambes tortues, cagneux.
Étymologie: ῥαιβός, σκέλος.

Russian (Dvoretsky)

ῥαιβοσκελής: кривоногий (πάγουρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβοσκελής: -ές, (σκέλος) ὁ ἔχων τὰ σκέλη ῥαιβά, καμπύλα πρὸς τὸ ἔνδον, «στραβοπόδης», πάγουρος Ἀνθολ. Π. 6. 196.

Greek Monolingual

-ές / ῥαιβοσκελής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, στραβοπόδης, στραβοκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, στραβός» + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισοσκελής].

Greek Monotonic

ῥαιβοσκελής: -ές (σκέλος), στραβοπόδης, σε Ανθ.

Middle Liddell

ῥαιβο-σκελής, ές σκέλος
crook-legged, Anth.