καλλίρρους

Revision as of 12:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. καλλίρροος.

Greek Monolingual

-ουν (Α καλλίρρους, -ουν και -οος, -οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. καλλίρροος, -οον)
αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο κατά στόμα καλλιρόοιο», Ομ. Οδ.)
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καλλιρρόη
α) μία από τις Ωκεανίδες («μιχθεὶς Καλλιρόη κούρη... Ὠκεανοῑο», Ησίοδ.)
β) περίφημη κρήνη στην Αθήνα, αλλ. Εννεάκρουνος («τῆ κρήνῆ τῆ νῡν... Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ πάλαι Καλλιρόη ὠνομασμένῃ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ρρους (< ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. κακόρρους, πλουσιόρρους).

Middle Liddell

καλλίρ-ρους, ουν
beautiful flowing, Hom., Aesch.:—metaph. of the flute, Pind.— Fem. Καλλιρόη, one of the Oceanids, Hhymn., Hes.:— but Καλλιρρόη, also, a spring at Athens, later Ἐννεάκρουνος (but now again Καλλιρρόἠ, Thuc.