πλυσταρειό

Revision as of 16:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
μέρος του σπιτιού όπου γίνεται το πλύσιμο τών ρούχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλυστρ-αρειό (με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου -ρ-) < πλύστρα + κατάλ. -αρειό (πρβλ. σκουπιδαρειό)].