σπαζοκεφαλιά

Revision as of 16:28, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. δισεπίλυτο πνευματικό παιχνίδι
2. συνεκδ. καθετί που απαιτεί κοπιώδη σκέψη για να λυθεί ή να διευθετηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάζω + κεφάλι + κατάλ. -ιά (πρβλ. απλοχεριά)].