ὀπηδητήρ

Revision as of 17:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

σύνοδος, ἀκόλουθος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 356] ῆρος, ὁ, ion. = ὀπαδητήρ, w. m. s.

Greek Monolingual

ὀπηδητήρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σύνοδος, ἀκόλουθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπηδῶ «ακολουθώ κάποιον, συντροφεύω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρητήρ)].