μελάνουρος

Revision as of 06:55, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ὁ, (οὐρά) a sea-fish, A black-tail, Oblata melanura, Epich.56, Cratin.221, Antiph.194.4, Arist.HA591a15, Speus. ap. Ath.7.313e, Numen.ib.d; μὴ γεύεσθαι μελανούρων Pythag. ap.Plu.2.12d. II a kind of snake, perhaps = διψάς, Ael.NA6.51.

German (Pape)

[Seite 120] mit schwarzem Schwanze, bes. – a) ein am Schwanze schwarz gefleckter Meerfisch, Arist. H. A. 8, 2 Ath. VII c. 93, worauf das Verbot des Pvthagoras μὴ γεύεσθαι τῶν μελανούρων, Plut. educ. lib. 17, bezogen wird. – b) eine giftige Otternart, Ael. N. A. 6, 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue noire ; ὁ μελάνουρος :
1 sorte de bogue, poisson;
2 sorte de serpent venimeux.
Étymologie: μέλας, οὐρά.

Greek Monolingual

ο (Α μελάνουρος, ανώμ. θηλ. μελανουρίς, -ίδος)
το μελανούρι
αρχ.
1. είδος ιοβόλου φιδιού
2. φρ. πυθαγόρειο απόφθεγμα) «μὴ γεύεσθαι μελανούρων» — να μη συναναστρέφεσθε με μαύρους, δηλαδή με τους κακοήθεις ανθρώπους (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + οὐρά (πρβλ. κύνουρος). Ο τ. μελανουρίς < μελάνουρος + επίθημα -ίς].

Greek Monotonic

μελάνουρος: ὁ (οὐρά), το θαλασσινό ψάρι μελάνουρος (κοινώς μελανούρι), θηλ. μελαν-ουρίς, -ίδος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελάνουρος: II (ᾰ) ὁ Arst. = μελανουρίς.
досл. с черным хвостом, перен. (предполож.) с черными замыслами, коварный Pythagoras ap. Plut.

Middle Liddell

μελάν-ουρος, ὁ, οὐρά
a sea-fish, the black-tail: fem. μελαν-ουρίς, ίδος, Anth.