ὄμβριος

Revision as of 15:25, 17 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, rainy, of rain, ὄμβριον ὕδωρ = rainwater, Xenoph.30.4, SIG56.29 (Argos, V B.C.), Hdt.2.25, Hp.Aër.7, etc.; ὕδατα Pi.O.10(11).3; χάλαζα S.OC1502; νέφος Ar. Nu.288; Ζεὺς ὄμβριος, as sender of rain, Lyc.160, cf. Str.15.1.69, Plu.2.158e.

German (Pape)

[Seite 329] vom Regen, zum Regen gehörig; ὕδατα, Pind. Ol. 10, 3; ὀμβρία χάλαζα, Soph. O. C. 1498; νέφος ὄμβριον, Ar. Nubb. 288; ὕδωρ, Her. 2, 25; Sp., wie Plut. qu. nat. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui provient de pluie;
2 qui produit la pluie, pluvieux.
Étymologie: ὄμβρος.

Russian (Dvoretsky)

ὄμβριος:
1 дождевой (ὕδωρ Her., Plut.; νέφος Arph.);
2 смешанный с дождем (χάλαζα Soph.);
3 ниспосылающий дождь (Ζεύς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὄμβριος: -ον, βροχερός, βρόχινος, ἐκ βροχῆς, Λατ. pluvialis, ὕδωρ ὄμβρ., ὕδωρ τῆς βροχῆς, «βροχόνερον», Ἡρόδ. 2. 25, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, κτλ.· ὕδατα Πινδ. Ο. 11 (10). 3· χάλαζα Σοφ. Ο. Κ. 1502· νέφος Ἀριστοφ. Νεφ. 288· - Ζεὺς ὄμβρ., ὡς πέμπων βροχήν, Λυκόφρ. 160· ὁ ὄμβρ. Ζεὺς Στράβ. 718, Πλούτ. 2. 158D.

English (Slater)

ὄμβριος rainy οὐρανίων ὑδάτων ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3)

Spanish

agua de lluvia

Greek Monotonic

ὄμβριος: -ον (ὄμβρος), βροχερός, βρόχινος, προερχόμενος από τη βροχή, ὕδωρὄμβριον, το νερό της βροχής, σε Ηρόδ.· ὀμβρία χάλαζα, σε Σοφ.· νέφος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὄμβριος, ον, ὄμβρος
rainy, of rain, ὕδωρ ὄμβριον rain water, Hdt.; ὀμβρία χάλαζα Soph.; νέφος Ar.

Léxico de magia

-ον subst. agua de lluvia para hacer tinta Τυφωνίου μέλανος γραφή· ... μίλτου Τυφῶνος, ἀσβέστου, κονίας, ἀρτεμισίας μονοκλώνου, κόμεως, ὀμβρίου escrito con tinta de Tifón: sangre de Tifón, amianto, cal viva, artemisa de un solo tallo, goma, agua de lluvia P XII 99 P VIII 72