κλιβανίτης

Revision as of 08:47, 21 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. κριβανίτης (baked in a pan).

German (Pape)

[Seite 1452] ἄρτος, ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. κριβανίτης.

Greek Monolingual

κλιβανίτης και κριβανίτης, ὁ (Α)
1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός
2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» — βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ερημίτης, στεφανίτης)].

Greek Monotonic

κλῑβᾰνίτης: κλίβᾰνος, βλ. κριβαν-.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλιβανίτης -ου [κλίβανος] uit de oven:. ἄρτοι κλιβανῖται in de oven gebakken broden Hp. Vict. 42.