στεφανίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A of a crown or consisting of a crown: στεφανίτης ἀγών = a contest in which the prize was a crown, X.Mem.3.7.1, Isoc.15.301 (pl.), D.20.141 (pl.), Lycurg.51 (pl.), Ister 60b, Lync. ap. Ath. 13.584c, SIG577.55 (Milet., iii/ii B.C.), OGI231.14 (Magn. Mae., iii/ii B.C.), Plu. 2.820d, etc.; written στεφᾰνείτης, IG12(8).190.41 (Samothrace, i B.C.).
2 later, of persons, wearing a wreath, as magistrates or as victorious athletes, Supp.Epigr.7.3 (Susa, i B.C.), Sammelb.4224.9 (i B.C.), CIG2931 (Tralles), IG14.1054 (Rome, ii A.D.), BSA26.166 (Sparta, ii A.D.).
3 στεφανίτης φόρος, v.l. for στεφανιτικός, J.AJ12.3.3.
II fem. στεφανῖτις, ιδος, for wreaths, μυρσίνη Sch.Il.17.51.
2 ἡ στεφανῖτις (sc. ῥαφή) coronal suture, sutura coronalis, Poll.2.37.
3 a kind of vine, Plin.HN 14.42.
German (Pape)
[Seite 939] ὁ, fem. στεφανῖτις, ἡ, zum Kranze gehörig; ἀγών, = στεφανηφόρος, Xen. Mem. 3, 7, 1, Dem. 20, 141, Gegensatz ἀργυρίτης. – Bei den K. S. ist ὁ στεφανίτης der Sieger. – Ἡ στεφανῖτις, sc. ῥαφή, die kranzartige Naht, Medic.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
où l'on décerne une couronne.
Étymologie: στέφανος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεφανίτης -ου [στέφανος] met een krans als prijs.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνίτης: ου (ῑ) adj. m награждающий победителя венком (ἀγών Xen., Dem.).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. στεφανῑτις, -ίτιδος, ΜΑ, και στεφανείτης Α
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) αντιμονιοθειούχο ορυκτό του αργύρου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών θειοαλάτων και απαντά με τη μορφή μαύρων στιλπνών ορθορομβικών κρυστάλλων, λεπτών τεμαχιδίων ή μαζών, σε μικρές ποσότητες σε πολλές φλέβες αργύρου
2. φρ. «στεφανίτης εγκεντρισμός» — τρόπος εμβολιασμού της ελιάς
μσν.-αρχ.
1. (για πρόσ. και κυρίως για άρχοντες ή νικητές αγώνων) αυτός που φορεί στέφανο, στεφανωμένος
2. εκκλ. μάρτυρας που φέρει το στέφανο της νίκης από τη μάχη του με το κακό
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στέφανο ή αυτός που αποτελείται από στέφανο
2. (για αγώνα) αυτός κατά τον οποίο δινόταν ως βραβείο στέφανος («τοὺς στεφανίτας ἀγῶνας νικᾱν», Ξεν.)
3. το θηλ. α) είδος αμπέλου
β) φρ. i) «ἡ στεφανῖτις ραφή» — η στεφανιαία ραφή
ii) «στεφανίτης φόρος» (στην Αίγυπτο) ο φόρος του στεφάνου, δηλ. το χρηματικό ποσό το οποίο δινόταν σε ανώτατο άρχοντα ή και σε βασιλικό ευνοούμενο και το οποίο ήταν επιβεβλημένο από το κράτος ως φόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. θαλαμίτης)].
Greek Monotonic
στεφᾰνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που ανήκει σε ή αποτελείται από στεφάνι· στεφανίτης ἀγών, αθλητικός αγώνας του οποίου το έπαθλο ήταν ένα στεφάνι, σε Ξεν., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἰς στέφανον, συνιστάμενος ἐκ στεφάνου, στ. ἀγών, ἐν ᾧ ὡς βραβεῖον ἐδίδετο στέφανος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 1, Δημ. 500. 5, Λυκοῦργ. 154. 22, Ἴστρος 60Β· μάλιστα οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀγῶνες, πρβλ. ἀργυρίτης. 2) παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἕλλησιν, ἐπὶ προσώπων, ἐστεμμένος νικητής, Εὐμάθ. σ. 141, Συλλ. Ἐπιγρ. 2931, 5906, κ. ἀλλ., Σουΐδ. 3) θηλ., στεφανῖτις, εἰς στεφάνους πεποιημένη, μυρσίνη Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 51. 4) ἡ στ. (ἐξυπακ. ῥαφή), sutura coronalis, Πολυδ. Β΄, 37.
Middle Liddell
στεφᾰνῑ́της, ου, ὁ,
of a crown: στ. ἀγών acontest in which the prize was a crown, Xen., Dem. [from στέφᾰνος]