ἐπιθάνατος
English (LSJ)
ἐπιθάνατον,
A sick to death, hard at death's door, D.50.60. Adv. ἐπιθανάτως ἔχειν = to be sick to death, Poll.3.106.
II. deadly, ὕβωσις Hp.Mochl.36; of poisons, Thphr.CP6.4.5.
German (Pape)
[Seite 942] 1) dem Tode nahe, todtkrank, Dem. 50, 60; – adv., ἐπιθανάτως ἔχειν, Poll. 3, 106. – 2) dem Tode nahe bringend, tödtlich, Theophr., φάρμακον Poll. 5, 132.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
près de mourir.
Étymologie: ἐπί, θάνατος.
Greek Monolingual
ἐπιθάνατος, -ον (Α)
1. ετοιμοθάνατος
2. θανάσιμος, θανατηφόρος.
Greek Monotonic
ἐπιθάνᾰτος: -ον, βαριά άρρωστος, αυτός που βρίσκεται κοντά στις πύλες του θανάτου, του Άδη, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθάνᾰτος: смертельно больной, близкий к смерти Dem.