τά,A wicker-work, Michel832.47 (Samos, iv B. C.).II π., ἡ, prob. f.l. for ἐμπλέκτρια in Hsch. s.v. κομμώρια.
τὰ, Απλέγμα από ευλύγιστα κλαριά, καλάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα -τρα (πρβλ. ψυκτρα)].