ἀδυνασία

Revision as of 09:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, = ἀδυναμία, Hdt.3.79, 7.172, Th.8.8: c. gen., ἀδυνασία τοῦ λέγειν Id.7.8:—also ἀδυναστία, v.l. for ἀδυνασία in D.H.Dem.26, cf. Glossaria (ἀδύναστος, ib.), and ἀδυνατία, Dinol.9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 debilidad física Hdt.3.79.
2 de pueblos carencia de fuerza militar Hdt.7.172, D.C.40.12.1, c. gen. subjet. τῶν Ἀθηναίων Th.8.8.
3 incapacidad, impericia τοῦ λέγειν Th.7.8, cf. D.H.Dem.26.9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἀδυναμία.
Étymologie: ἀδύνατος.

German (Pape)

ἡ, = ἀδυναμία, τοῦ λέγειν Thuc. 7.8; Her. 3.79, 7.172.

Russian (Dvoretsky)

ἀδῠνᾰσία: ион. ἀδῠνᾰσίη ἡ
1 бессилие, слабость Her.;
2 неспособность, неумение (τινός Thuc.);
3 невозможность: οὐδαμὰ ἀδυνασίης ἀνάγκη κρέσσων ἔφυ погов. Her. нет силы сильнее невозможности.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδῠνᾰσία: ἡ, = ἀδυναμία, Ἡρόδ. 3. 79., 7. 172., Θουκ. 8. 8, μ. γεν. ἀδ. τοῦ λέγειν, ὁ αὐτ. 7. 8. - Οἱ τύποι ἀδυναστία, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 26, καὶ ἀδυνατία, Δεινόλοχος ἐν Α. Β. 345 εἶναι πιθανῶς σφάλματα, Λοβ. Φρύν. 508.

Greek Monotonic

ἀδῠνᾰσία: ἡ = ἀδυναμία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., ἀδυνασία τοῦ λέγειν, σε Θουκ.

Middle Liddell

=ἀδυναμία
Hdt., etc.; c. gen., ἀδ. τοῦ λέγειν Thuc.

English (Woodhouse)

powerlessness