μετεώρισμα
English (LSJ)
-ατος, τό, = μετεωρισμός (being raised up, swelling) II. 2, Metrod. Herc. 831.5 (pl.). gloss on φρύαγμα, Hsch.
German (Pape)
Greek Monolingual
το (ΑΜ μετεώρισμα) μετεωρίζω
νεοελλ.
μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση
μσν.
1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
μσν.-αρχ.
έπαρση, υπερηφάνεια.