μεταπήδηση
From LSJ
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
Greek Monolingual
η (Α μεταπήδησις) μεταπηδώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπηδώ, η αλλαγή θέσης με άλμα
νεοελλ.
μτφ. προσχώρηση κάποιου σε άλλη πολιτική αντίληψη ή παράταξη από εκείνη στην οποία ανήκε, αποστασία, αποσκίρτηση («η μεταπήδησή του στο κόμμα της αντιπολίτευσης ξάφνιασε τους οπαδούς του»)
αρχ.
διάλειμμα ανάμεσα στις μουσικές νότες.