συνοικήτωρ

Revision as of 09:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = συνοικητήρ (housefellow, housemate), ξ. ἐμοί A. Eu. 833.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui habite ou vit avec.
Étymologie: συνοικέω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμήτωρ)].

Greek Monotonic

συνοικήτωρ: -ορος, ὁ, συγκάτοικος, σύνοικος, σε Αισχύλ.

German (Pape)

ορος, ὁ, ἡ, = συνοικητής, ἐμοί, Aesch. Eum. 797.

Russian (Dvoretsky)

συνοικήτωρ: ορος живущий вместе (τινί Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοικήτωρ -ορος, ὁ [συνοικέω] samenwonend met, met dat.. Aeschl. Eum. 833.

Middle Liddell

συνοικήτωρ, ορος, ὁ,
a house-fellow, Aesch.