συντονάριος

Revision as of 09:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

pedicularius, Glossaria.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. φθειρικός
2. πιθ. αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το πόδι του στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «έντονος, σύμφωνος» + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius), πρβλ. νομικάριος].