ἠχεῖον
English (LSJ)
τό, (ἦχος)
A drum, gong, Plu.Crass.23, Apollod. ap. Sch. Theoc.2.36, Procop.Gaz.Ecphr.p.153B.; tambourine, as headdress, Herm.Trism.in Rev.Phil.32.254; used for stage-thunder, Sch.Ar. Nu.292; as sounding-boards in the theatre, Vitr.5.5.2.
II in the lyre, = χάλκωμα, apptly. a metallic sounding-plate, Hsch.; so of the palate, Gal.UP7.5.
2 Adj. ἠχεῖον ὄργανον sounding instrument, Ph.1.588, cj.ib.444,510.
German (Pape)
[Seite 1179] τό (ἦχος), starkschallende Instrumente, Pauken od. Becken von Erz, ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῖλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς Plut. Crass. 23, wofür er nachher τύμπανα sagt; vgl. Schol. Theocr. 2, 36. – Die Resonanz an der Lyra, τὸ πρὸς τῇ μαγάδι χάλκωμα Hesych.; übh. was zur Verstärkung des Tones dient, Sp. – Auch eine Theatermaschine, den Schall des Donners nachzuahmen, Schol. Ar. Nubb. 292.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de tambourin à bord métallique.
Étymologie: ἦχος.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἠχεῖον: τό, (ἦχος) ὄργανον ἠχητικόν, ὡς τὸ χαλκεῖον ἢ τύμπανον, Πλουτ. Κράσσ. 23, Ἀπολλόδ. παρὰ Σχολ. Θεοκρ. 2. 36· ὡσαύτως ἠχεῖον ὄργανον Φίλων 1. 588· - ἀγγεῖα τοιούτου εἴδους ἐτίθεντο ἐντὸς τῶν τοίχων τῶν θεάτρων πρὸς ἐνίσχυσιν τοῦ ἤχου, Βιτρούβ. 5, 5, ἢ πρὸς ἀπομίμησιν τοῦ κρότου τῆς βροντῆς, Σχόλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 292. ΙΙ. ἐν τῇ λύρᾳ, = χάλκωμα, «τὸ πρὸς τῇ μαγάδι χάλκωμα» (μεταλλικὴ πλὰξ ἠχητική), Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ἠχεῖον: τό (ἦχος), ηχητικό όργανο, τύμπανο με σχήμα λέβητα ή καμπάνας, σε Πλούτ.