καταβάπτω

Revision as of 10:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A dip, εἰς ζεστὸν ὕδωρ Sor.1.50; εἰς γλεῦκος Gp.8.23.1; soak, ὄξει βαφικῷ PHolm.1.3.
II dye, colour, πρόσωπον ἐρυθήματι Eun.Hist.p.267 D.; Χρυσόν produce it by dyeing, Ps.Democr Alch.p.45 B.:—in Pass., Luc.Im.16: Medic., οὖρον καταβεβαμμένον deep-coloured, Pall.Febr.15; ἀπὸ αἵματος -ομένου τοῦ οὔρου Gal.19.604.

German (Pape)

[Seite 1339] untertauchen, eintauchen, Sp., auch = färben, δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα Luc. Imagg. 16.

French (Bailly abrégé)

plonger, tremper.
Étymologie: κατά, βάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βάπτω onderdompelen.

Russian (Dvoretsky)

καταβάπτω: погружать, окунать (τι δευσοποιοῖς φαρμάκοις Luc.; ἄρτον εἰς μέλι Plut.).

Greek Monolingual

καταβάπτω (AM)
1. καταβυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω
2. διαποτίζω κάτι με βαφή, βάφω, χρωματίζω
3. βάφω με κόκκινο χρώμα, κοκκινίζω
4. παράγω κάτι με βαφή («καταβάπτειν χρυσόν», Δημοκρ.).

Greek Monotonic

καταβάπτω: μέλ. —ψω, καταβυθίζω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

καταβάπτω: καταβυθίζω, τὸν δάκτυλον καταβάπτειν εἰς πίσσαν ὑγρὰν Διοσκ. π. Ἰοβολ. 27 ἐν τέλει· τὰς σταφυλὰς… καταβάπτομεν εἰς γλεῦκος καὶ θάλασσαν Γεωπ. 8. 23· ποτίζω τι διὰ βαφῆς, χρωματίζω καλῶς, ἐς κόρον καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκόν. 16. 1. ΙΙ. βάπτω ἐρυθρόν, «καταβάπτει· κατερυθραίνει ἐρυθρῷ βάμματι» Ἡσύχ.· οὖρον καταβεβαμμένον, βαθὺ ἔχον χρῶμα, Παλλάδ. περὶ Πυρετῶν σ. 52.

Middle Liddell

fut. ψω
to dip down into, Luc.