περιτρέφω

Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

pf. -τέτροφα A.R.2.738:—cause, make to congeal around, πάχνην l.c.: metaph., ἄλγος π. κραδίην Nic.Th.299:—Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [the milk] forms curds as you mix it, Il.5.903; σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος the ice froze hard upon the shields, Od.14.477; τὸ περιτεθραμμένον σοι σαρκίδιον M.Ant.12.1, cf. Gal.2.504.

German (Pape)

[Seite 597] ringsum gefrieren-, fest werden lassen; im pass. Od. 14, 477, σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, das Eis fror rings an den Schilden; so lies't Bekker auch Il. 5, 903 für περιστρέφεται, s. Spitzner zu d. St.; περιτέτροφε πάχνην, Ap. Rh. 2, 738.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. περιτέθραμμαι;
nourrir de façon à arrondir ; Pass. devenir épais, former des caillots, se condenser autour de, τινι.
Étymologie: περί, τρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

περιτρέφω: μέλλ. -θρέψω, κάμνω ὥστε νὰ παγώσῃ ἢ πήξῃ τι ὁλόγυρα, ἀργινόεσσαν ἀεὶ περιτέτροφε πάχνην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 738. ― Παθητ., περιτρέφεται κυκόωντι, περιπήγνυται ταράττοντος τοῦ τυροποιοῦ, Ἰλ. Ε. 903· σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος, «περιεπήσσετο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 477· τὸ περιτεθραμμένον σοι σαρκίδιον Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 1.

English (Autenrieth)

make thick around; pass., of milk, curdle, Il. 5.903; of ice, congeal, ‘form around,’ Od. 14.477.

Greek Monolingual

Α
κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει ολόγυρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-τρέφω, meestal med.-pass. (om...) vast gaan zitten, vastkoeken (aan); met dat.. σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος ijs vormde zich op de schilden Od. 14.477.