ἐπιτηρητής
English (LSJ)
ἐπιτηρητοῦ, ὁ,
A watcher, scout, Sch. rec.A.Th.36.
2 superintendent of taxes, ἐ. ἱερᾶς πύλης (at Elephantine in Egypt) Ostr.144 (ii A.D.), cf. 1020, al.; νομῶν BGU 478.4 (ii A. D.), Arch.Pap.4.143 (ii A. D.); πλοίων POxy.2116.1 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 992] ὁ, der Beobachter, Schol. Aesch. Spt. 36 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτηρητής: -οῦ, ὁ, φύλαξ, φρουρός, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 36· ἐπ. ἱερᾶς πύλης (ἐν Ἐλεφαντίνῃ τῆς Αἰγύπτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 4869-78, 4941d (Προσθῆκαι).
Greek Monolingual
ο (και θηλ. επιτηρήτρια) (AM ἐπιτηρητής) επιτηρώ
αυτός που του έχει ανατεθεί επιτήρηση, φύλακας, φρουρός, επόπτης
μσν.
1. αξίωμα τών μοναχών
2. διοικητής
αρχ.-μσν.
επιστάτης εισπράξεως φόρων.