ἀγαστός

Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀγαστή, ἀγαστόν, (ἄγαμαι) later form of Hom. ἀγητός, admirable, A.Fr.268; οὐκέτι μοι βίος ἀ. E.Hec.168; ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀ. X.HG2.3.56, cf. An.1.9.24, Plu.Aem.22, Procop.Aed.1.4. Adv. ἀγαστῶς, prob. in S.Ichn.243, cf. X.Ages.1.24. (Pure Att. θαυμαστός.)

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 admirable, maravilloso A.Fr.268, οὐκέτι μοι βίος ἀ. ya no me gusta la vida E.Hec.168, cf. Pl.Lg.808c, ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγαστόν X.HG 2.3.56, cf. An.1.9.25, ἀ. θεοῖς Pl.Smp.197d, πᾶσι γὰρ ἀ. admirado por todos Plu.Aem.22, cf. Procop.Aed.1.4.8, Synes.Regn.17 (p.40), ἀγαστὸν πάθος maravillosa, deleitable sensación S.E.P.3.184.
2 adv. -ῶς admirable, maravillosamente ἀ. ἐγάρυσε θέσπιν αὐδάν S.Fr.314.249 (cj.), cf. X.Ages.1.24.

German (Pape)

[Seite 9] adj. verb. zu ἄγαμαι, bewundernswürdig. Ggstz. οὐ θαυμαστόν Xen. Anab. 1, 9, 24; μεμπτόν Plut. Cat. mai. 24; verb. mit τίμιος Plat. Leag. VII, 868 c. – Adv. ἀγαστῶς, Xen. Ages. 1, 24.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d'admiration.
Étymologie: ἄγαμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀγαστός: (ᾰγ) достойный восхищения, замечательный, изумительный Aesch., Eur., Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαστός: -ή, -όν, (ἄγαμαι) ἄξιος θαυμασμοῦ, μεταγ. τύπος τοῦ Ὁμηρ. ἀγητός, θαυμαστός, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 265· οὐκέτι μοι βίος ἀγ. Εὐρ. Ἑκ. 169· ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς ἀγ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56, πρβλ. Ἀν. 1. 9, 24, Οἰκ. 11. 19, Ἱππ. 11. 9, συχνὰ παρὰ Πλουτ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Ξεν. Ἀγησ. 1. 24. - Παρ’ ἄλλοις Ἀττ. συγγραφ. ἡ λ. θαυμαστὸς προτιμᾶται.

Greek Monotonic

ἀγαστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἄγαμαι, αυτός που δικαιούται το θαυμασμό· μεταγεν. τύπος του Ομηρ. ἀγητός, αξιοθαύμαστος, έξοχος, σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. ἀγαστῶς, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀγατός poet. for ἀγαστός, as θαυματός for θαυμαστός, Hhymn.; verb. adj. of ἄγαμαι
deserving admiration, later form of the Hom. ἀγητός, admirable, Eur., Xen.; adv. -τῶς, Xen. poet. for ἀγαστός, as θαυματός for θαυμαστός, Hhymn.

Mantoulidis Etymological

(=θαυμαστός). Ἀπό τό ρῆμα ἄγαμαι. Δές στό ἄγαμαι γιά περισσότερα παράγωγα.