δυσπάθεια

Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[πᾰ], or δυσπαθία (Hsch.), ἡ,
A deep affliction, Plu.2.112b.
II firmness in resisting, Plu.Demetr.21: in plural, capabilities of endurance, Id.2.666b; insensitivity, Alex.Aphr.Pr.1.39.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 aflicción profunda, sufrimiento μένειν ἐπὶ τῇ δυσπαθείᾳ ταύτῃ Plu.2.112b, μέγα δὲ πέφυκεν ὅπλον πρὸς δυσπάθειαν ἡ συνήθεια Alex.Aphr.Pr.1.39, c. gen. subjet. τῶν πονηρῶν Gr.Naz.M.35.900B.
2 sent. fís. firmeza, resistencia de una coraza de hierro, Plu.Demetr.21, ποιεῖν δυσπάθειαν πρὸς τὰ ἔξω Plu.2.131b, δ. τῶν σωμάτων ante el padecimiento de una enfermedad, Gal.1.219
en plu. posibilidades de resistencia Plu.2.666b
resistencia ante el daño, dificultad para recibir daño de ciertos huesos, Gal.3.126.

German (Pape)

[Seite 685] ἡ, 1) das Schwerleiden, Plut. Consol. ad Apoll. p. 344. – 2) Unempfindlichkeit, Festigkeit gegen das Leid, Sp.; übh. = Festigkeit, z. B. eines Brustharnisches, Plut. Demetr. 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 affliction profonde;
2 insensibilité contre la douleur ; fermeté d'âme.
Étymologie: δυσπαθής.

Russian (Dvoretsky)

δυσπάθεια: (πᾰ) ἡ
1 тяжелое страдание, безмерная скорбь (ἀεὶ μένειν ἐπὶ τῇ δυσπαθείᾳ Plut.);
2 нечувствительность (πρὸς τὰ ἔξω Plut.);
3 непроницаемость (θωράκων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάθεια: ἡ, βαρεῖα θλῖψις, Πλούτ. 2. 112Β. ΙΙ. σταθερότης ἐν τῇ ἀντιστάσει, ὁ αὐτ. Δημητρ. 21., 2. 666Β· - ἀπάθεια, ἀναισθησία, Ἀλέξ. Ἀφρ. 1. 39.

Greek Monolingual

δυσπάθεια και -ιά, η (Α)
1. βαριά θλίψη
2. δύναμη αντιστάσεως στις εξωτερικές επιδράσεις, αντοχή
3. αναισθησία, απάθεια.

Greek Monotonic

δυσπάθεια: ἡ, βαρειά θλίψη, βαρύ πάθημα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσπάθεια, ἡ,
firmness in resisting, Plut. [from δυσπαθέω