ἀπάθεια
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ,
A impassibility, of things, opp. πάθος, Arist.Ph.217b26, Metaph.1046a13: pl., opp. πάθη, Epicur.Ep.1p.25U., S.E.M.10.224.
II of persons, insensibility, apathy, Arist.EN1104b24, de An.429a29; ἀ. τῶν κακῶν insensibility to.., Thphr. HP 9.15.1; ἀ. περί τι Arist.APo.97b23, Rh.1383b16.
2 as Stoic term, freedom from emotion, Dionys.Stoic.3.35, cf. Arr.Epict.4.6.34, al., Plu.2.82f; spelt ἀπαθία in Antip.Stoic.3.109, Phld.Sto.Herc.339.7.
III absence of injury, σῴζεσθαι δι' ἀπάθειαν ἀνακαμπτόμενα for the sake of immunity, Arist.PA682b21.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀπαθία Antip.Stoic.3.109, Phld.Sto.p.63
1 falta de daño, insensibilidad de algunos insectos ὅπως ... σῴζηται δι' ἀπάθειαν Arist.PA 682b21, como causada por la densidad de un cuerpo, Arist.Ph.217b26, de los átomos, Leucipp.A 13.
2 impasibilidad, falta de pasión en sent. meliorativo, normalmente op. πάθη: ἀπάθεια ἕξις καθ' ἣν ἀνέμπτωτοί ἐσμεν εἰς πάθη Pl.Def.413a, ἡ ἕξις ἀπαθείας τῆς ἐπὶ τὸ χεῖρον καὶ φθορᾶς Arist.Metaph.1046a13, cf. Epicur.Ep.[2] 73, S.E.M.10.224
•como def. de la virtud, Arist.EE 1222a3, EN 1104b24, de An.429a29
•como característica del sabio estoico carencia de pasiones o emociones Dionys.Stoic.1.93 (tít.), 3.35, cf. Arr.Epict.4.6.34, Ph.1.85, 113, Plu.2.82f
•ἀπάθεια τῶν κακῶν = insensibilidad ante los males Thphr.HP 9.15.1, cf. Teles p.12.6
•falta de emoción ἀπάθεια ἡ περὶ τὰς τύχας Arist.APo.97b23, cf. Demetr.Eloc.194
•en sent. peyor. impasibilidad, indiferencia ἡ ἀναισχυντία ... ἀπάθεια περὶ ταῦτα Arist.Rh.1383b15, ante la divinidad, Plu.2.165b.
German (Pape)
[Seite 274] ἡ, Unempfindlichkeit, Stumpfsinn, Plat. Def. 413 a; Arist. eth. 2, 3; öfter Plut. πρὸς τὸθεῖον. Bei den Stoikern = Leidenschaftslosigkeit, Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
calme de l'âme, impassibilité.
Étymologie: ἀπαθής.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάθεια: ἡ
1 физ. отсутствие состояния, т. е. бескачественность (sc. τῆς ὕλης Arst.);
2 отсутствие страданий: δι᾽ ἀπάθειαν Arst. безболезненно;
3 нечувствительность, невосприимчивость (Plat.; περί τι Arst.);
4 филос. бесстрастие, невозмутимость (ἐν ἡδοναῖς καὶ πόνοις Plut.; πάθη καὶ ἀπάθειαι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάθεια: ἡ, ἔλλειψις αἰσθήσεως, ἀναισθησία, ἐπὶ πραγμάτων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ πάθος, Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 11· μεταφ. 8. 1, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀναισθησία, ἀπάθεια, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 3, 5, Περὶ ψυχ. 3. 4, 5 ἀπάθεια κακῶν Θεοφρ. Α. Ἱστ. Φ. 9. 15, 1· ἀπ. περὶ τι Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18, Ρητ. 2. 6, 2. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ἡσυχία, ἔλλειψις πάθους, ἡ κατάστασις τοῦ κατ’ αὐτοὺς ἀληθοῦς σοφοῦ, τὸ τοῦ Ὁρατίου nil admirari, πρβλ. Heyne Ἐπίκτ. 12. 29· κατὰ πληθ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 224. ΙΙΙ. ἔλλειψις ἢ ἀπουσία παθημάτων, δι’ ἀπάθειαν, χωρὶς νὰ ὑποφέρῃ τις πόνον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 6.
Greek Monolingual
η (AM ἀπάθεια)
αταραξία
αρχ.
1. έλλειψη αίσθησης
2. (στη φιλοσοφία των Επικούρειων και ιδιαίτερα των Στωικών) η εσωτερική ισορροπία, η γαλήνη του πνεύματος, η απελευθέρωση από τα πάθη, η πλήρης αυτοκυριαρχία
3. απουσία παθήματος, κατάσταση χωρίς πόνο.
Greek Monotonic
ἀπάθεια: ἡ, έλλειψη συναίσθησης ή αίσθησης, αναισθησία, έλλειψη παθών, σε Αριστ.
Middle Liddell
[from ἀπαθής
want of sensation, insensibility, Arist.