μορμολυκεῖον

Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό,
A bogey, hobgoblin, Ar.Th.417 (pl.), Pl.Phd. 77e, Socr. ap. Arr.Epict.2.1.15 (pl.), Gal.Protr.10.
2 μορμολυκεῖον κωμῳδικόν = comic mask, Ar.Fr.31, cf. 131.

French (Bailly abrégé)

ou μορμολύκειον;
ου (τό) :
mannequin pour faire peur aux enfants.
Étymologie: μορμολύττω.

Russian (Dvoretsky)

μορμολῠκεῖον: и μορμολύκειον τό пугало, страшилище (τινι Arph.; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια Plat.; γιγάντειόν τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μορμολῠκεῖον: ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, φόβητρονπροσωπεῖον εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15.

Greek Monotonic

μορμολῠκεῖον: τό, = μορμώ, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μορμολῠκεῖον, ου, τό, = μορμώ, Plat.] [from μορμολύττομαι

English (Woodhouse)

goblin, hobgoblin