περίθυμος

Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

περίθυμον, very wrathful, A.Th.724 (lyr.), Cat.Cod.Astr.8(4).181; τὸ π. Ph.1.684. Adv. περιθύμως A.Ch.40(lyr.); περιθύμως ἔχειν or περιθύμως ἴσχειν to be very angry, Hdt.2.162, Pl.Ti.88a: neut. as adverb, Plu.Mar.19.

German (Pape)

[Seite 577] sehr zornig; κατάραι Οἰδίποδος, Aesch. Sept. 706; περιθύμως ἔχειν, sehr zornig sein, Her. 2, 162 (wie Plat. Tim. 87 e); aber 3, 50 lesen die mss. περὶ θυμῷ ἐχόμενος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de courroux ; adv. • περίθυμον PLUT avec une grande irritation.
Étymologie: περί, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίθῡμος -ον [περί, θυμός] woedend; n. adv. περίθυμον in grote woede; adv. περιθύμως woedend:. π. ἔχειν woedend zijn Hdt. 2.162.5.

Russian (Dvoretsky)

περίθῡμος: полный гнева, гневный (κατάραι Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ οργισμένος.
επίρρ...
περιθύμως και περίθυμον
με πολλή οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θυμός.

Greek Monotonic

περίθῡμος: -ον, πολύ οργισμένος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -μως, στον ίδ.· περιθύμως ἔχειν, είμαι πολύ θυμωμένος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

περίθῡμος: -ον, σφόδρα ὠργισμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 725. - Ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 40· περιθύμως ἔχω, εἶμαι λίαν ὠργισμένος, Ἡρόδ. 2.162, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· περίθυμον ὡς ἐπίρρ., Πλουτ. Μάρ. 19.

Middle Liddell

περί-θῡμος, ον,
very wrathful, Aesch. adv. -μως, Aesch.; περιθύμως ἔχειν to be very angry, Hdt.