εὐέργεια
English (LSJ)
Ion. εὐεργείη, ἡ, = εὐεργεσία (well-doing, a good deed, good deed, kindness, service done, good service, bounty, benefit) 1, AP15.34 (Arethas).
2 ease of a surgical operation, Orib.45.18.14.
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, das Wohlthun, Ep. ad. (XV, 34).
Russian (Dvoretsky)
εὐέργεια: ἡ благодеяние Anth.
Greek (Liddell-Scott)
εὐέργεια: Ἰων. -είη, ἡ, = εὐεργεσία Ι, Ἀνθ. Π. 15. 34. 2) εὐκολία περὶ τὸ ἐργάζεσθαι ἢ πράττειν, εὐκολία, Ὀρειβάσ. 51 Mai.
Greek Monolingual
εὐέργεια και ιων. τ. εὐεργείη, ἡ (Α) ευεργής
1. ευεργεσία
2. η ευχέρεια στο να κάνει κάποιος κάτι, η ευκολία.
Greek Monotonic
εὐέργεια: Ιων. -είη, ἡ, = εὐεργεσία I, σε Ανθ.
Middle Liddell
= εὐεργεσία I, Anth.]