благодеяние
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
Russian > Greek
ἀγαθόν, εὐεργέτημα, εὐέργεια, εὐποιητικόν, εὐεργεσία, εὐεργεσίη, εὐποιΐα, εὐλογία, ὠφελήσιμος, ὠφέλημα, χάρις, προσφορά, δικαιοσύνη, ἀγαθοεργία, ἀγαθοεργίη