благодеяние
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
Russian > Greek
ἀγαθόν, εὐεργέτημα, εὐέργεια, εὐποιητικόν, εὐεργεσία, εὐεργεσίη, εὐποιΐα, εὐλογία, ὠφελήσιμος, ὠφέλημα, χάρις, προσφορά, δικαιοσύνη, ἀγαθοεργία, ἀγαθοεργίη
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
ἀγαθόν, εὐεργέτημα, εὐέργεια, εὐποιητικόν, εὐεργεσία, εὐεργεσίη, εὐποιΐα, εὐλογία, ὠφελήσιμος, ὠφέλημα, χάρις, προσφορά, δικαιοσύνη, ἀγαθοεργία, ἀγαθοεργίη