διαπτύω

Revision as of 10:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

spit upon, τινός Ael.NA4.22: abs., Gal.13.46: metaph., c. acc., ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους D.18.258, cf. Lib.Or. 57.53,al.; of food, Plu.2.101c; δ. τὸν χαλινόν, Lat. frenum respuere, Philostr.Im.2.5:—Pass., D.Chr.38.38.

Spanish (DGE)

1 escupir c. ac. οὐδὲ διαπτύων θανατηφόρον ἰὸν ὀδόντων Nonn.D.40.480
de un caballo espumajear τὸν χαλινόν Philostr.Im.2.5
c. gen. escupir a αὐτῆς Ael.NA 4.22
abs. esputar Gal.13.46
echar, arrojar de la boca, e.d. rechazar τῶν βρωμάτων τὰ καθαρειότατα Plu.2.101c, δ. ᾠὰ καὶ ἀμύλια καὶ σητάνειον ἄρτον Plu.2.466d.
2 fig. escupir a, despreciar c. ac. ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους D.18.258, cf. Dam.Fr.258, διαπτύων τοὺς λόγους I.AI 1.166, Hld.10.12.1, διαπτύειν ὃν ἡμεῖς ... περιφέρομεν Them.Or.21.254a, τερπνὸν ἅπαν δ. Gr.Naz.M.36.417A, cf. Lib.Or.57.53
en v. pas. ser objeto de desprecio τὰ γὰρ τοιαῦτα ... διαπτύεται D.Chr.38.38
burlarse c. ac. οἰόμενοι ὅτι διαπτύοι αὐτόν Philostr.VS 626, abs. κατεφρόνησεν εὐθὺς καὶ διέπτυσεν Luc.Merc.Cond.30.

German (Pape)

[Seite 599] (s. πτύω), bespeien, Ael. H. A. 4, 22; gew. übertr., verabscheuen, verachten, τινά, Dem. 18, 258; Luc. merc. cond. 8; verschmähen, τὸν χαλινόν, Philostr.

French (Bailly abrégé)

cracher sur, gén. ; fig. conspuer, acc..
Étymologie: διά, πτύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πτύω spugen op; overdr. minachten:. σὺ δ’ ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους jij, die verwaande vent die de anderen minacht Dem. 18.258.

Russian (Dvoretsky)

διαπτύω: досл. оплевывать, перен. презирать, с отвращением отвергать (τινά Dem. и τι Plut.).

Greek Monolingual

διαπτύω (Α) πτύω
1. φτύνω κάποιον περιφρονητικά, καταπτύω
2. (μτφ. με αιτιατ.) αποστρέφομαι, καταφρονώ
3. (για άλογο) (φρ. «διαπτύω τὸν χαλινόν» — δεν δέχομαι το χαλινάρι.

Greek Monotonic

διαπτύω: μέλ. -ύσω [ῠ], φτύνω, περιφρονώ, τινά, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

διαπτύω: μέλλ. –ύσω, πτύω ἐπάνω εἴς τινα, καταπτύω, τινὸς Αἰλ. π. Ζ. 4. 22· μεταφ. μετ’ αἰτ., καταφρονῶ, ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους Δημ. 313. 8, πρβλ. Πλούτ. 2.101C, κτλ· δ. τὸν χαλινόν, ἀποπτύω, δὲν δέχομαι, Λατ. frenum respuere, Φιλόστρ. 816.

Middle Liddell

fut. ύσω
to spit upon, τινά Dem.