ἀφρονέω

Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

(ἄφρων)
A to be silly, act foolishly, Il.15.104, AP10.66 (Agath.); τὸ ἀφρονεῖν Ceb. 41.
2 trans., make foolish or vain, f.l. in Aq.2 Ki.15.31.

Spanish (DGE)

1 perder la cabeza, obrar insensatamente Ζηνὶ μενεαίνομεν ἀφρονεύοντες Il.15.104, οὐ μὴ ἀφρονήσεθ' ... E.El.383, ἀφρονέων δὲ τέρψιν ... οὐ δεδάηκε τύχης AP 10.66 (Agath.), σὺ δ' ἀφρονέων ἐνὶ θυμῷ Q.S.3.112.
2 medic. delirar ἀφρονέει (cód.) τε καὶ πυρετὸς ἴσχει Hp.Morb.2.54.

German (Pape)

[Seite 415] unvernünftig, thöricht sein, Hom. im partic praes. Il. 15, 104; Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés.
être insensé.
Étymologie: ἄφρων.

Russian (Dvoretsky)

ἀφρονέω: поступать безрассудно, безумствовать Hom., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρονέω: μέλλ. -ήσω, (ἄφρων) εἶμαι ἄφρων, μωραίνω, Ἰλ. Ο. 104, Ἱππ. 370, Ἀνθ. Π. 10. 66, μόνον κατὰ μετοχ. ἐνεστ. 2) μεταβατ., ματαιῶ, καθιστῶ μάταιον, Ἀκύλας Παλ. Διαθ.

English (Autenrieth)

be foolish, part., Il. 15.104†.

Greek Monotonic

ἀφρονέω: μέλ. -ήσω (ἄφρων), είμαι ανόητος, ενεργώ απερίσκεπτα, μόνο σε μτχ., σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Middle Liddell

ἄφρων
to be silly, act foolishly, only in part., Il., Anth.