ὀπισθοφυλακέω

Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A guard the rear, form the rearguard, X.An. 3.3.8, J.AJ14.15.8; of the pillar of cloud, Ph.2.109.
II command it, X.An.2.3.10, etc.

German (Pape)

[Seite 358] ein ὀπισθοφύλαξ sein, die Nachhut haben, Xen. An. 3. 3, 8, von Soldaten, wie vom Heerführer, 2, 3, 10; Hdn. 8, 1, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être à l'arrière-garde.
Étymologie: ὀπισθοφύλαξ.

Russian (Dvoretsky)

ὀπισθοφῠλᾰκέω: быть в тыловом охранении, быть в арьергарде Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοφῠλακέω: φυλάττω τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀποτελῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 8. ΙΙ. διοικῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, αὐτόθι 2. 3, 10, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.

Greek Monotonic

ὀπισθοφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω,
I. φρουρώ τα νώτα, απαρτίζω την οπισθοφυλακή, σε Ξεν.
II. διοικώ οπισθοφυλακή, στον ίδ.

Middle Liddell

ὀπισθοφῠλᾰκέω, fut. -ήσω
I. to guard the rear, form the rear-guard, Xen.
II. to command the rearguard, Xen.