ὀπισθοφυλακέω
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
A guard the rear, form the rearguard, X.An. 3.3.8, J.AJ14.15.8; of the pillar of cloud, Ph.2.109.
II command it, X.An.2.3.10, etc.
German (Pape)
[Seite 358] ein ὀπισθοφύλαξ sein, die Nachhut haben, Xen. An. 3. 3, 8, von Soldaten, wie vom Heerführer, 2, 3, 10; Hdn. 8, 1, 4.
French (Bailly abrégé)
ὀπισθοφυλακῶ :
être à l'arrière-garde.
Étymologie: ὀπισθοφύλαξ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπισθοφῠλᾰκέω: быть в тыловом охранении, быть в арьергарде Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοφῠλακέω: φυλάττω τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀποτελῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 8. ΙΙ. διοικῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, αὐτόθι 2. 3, 10, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.
Greek Monotonic
ὀπισθοφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω,
I. φρουρώ τα νώτα, απαρτίζω την οπισθοφυλακή, σε Ξεν.
II. διοικώ οπισθοφυλακή, στον ίδ.
Middle Liddell
ὀπισθοφῠλᾰκέω, fut. -ήσω
I. to guard the rear, form the rear-guard, Xen.
II. to command the rearguard, Xen.