ἁμῶς

Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

or ἀμῶς, Adv. from obsol. ἁμός = τίς, only in form ἁμωσγέπως in some way or other, Ar.Th.429, Lys.13.7, Pl.Prt. 323c, Epicur. Fr.607, etc. (cf. ἁμός B.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀμῶς
adv. en comp. c. otras partículas de una forma o de otra, de cualquier manera ἁμωσγέπως Ar.Th.429, Plu.2.73e, Hsch., ἁμῶς γέ πως Lys.13.7, Pl.Phdr.228c, Prt.323c, Lg.641e, Arist.Metaph.1022a2, ἀμῶς γέ πως Thphr.Metaph.4, A.D.Adu.156.2, ἀμωσγέπως EM 1228, Phot.p.91R., Sud., ἀμωσγέποι Phot.p.91R.
tb. sin partícula οὐδ' ἁμῶς de ningún modo (v. οὐδαμῶς) Alcm.1.45.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἀμῶς.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμῶς: ἢ ἀμῶς, ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀπηρχαιωμ. ἁμός = τίς, μόνον ἐν τῷ τύπῳ ἀμωσγέπως (διαφθαρὲν εἰς ἄλλως γέ πως Ἰακωψ. Παράρτ, εἰς τὰ τοῦ Πόρσωνος Adversaria 311 C, κατά τινα τρόπον, κατὰ τοῦτον ἢ κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, κἄπως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 429, Λυσίας 130. 22, Πλάτ. Πρωτ. 323C, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἁμός).

Greek Monotonic

ἁμῶς: ή ἀμῶς, επίρρ. από το απαρχ. ἁμός = τίς, μόνο στο σύνθ. ἀμωσγέπως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε Αριστοφ., Πλάτ.