μονομαχικός

Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μονομαχική, μονομαχικόν,
A of or in single combat, μ. φιλοτιμία Plb.1.45.9.
II gladiatorial, φάρμακον Aët.15.13; χρήματα D.C.72.19.

German (Pape)

[Seite 204] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, φιλοτιμία, Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui convient pour un combat singulier;
2 à Rome de gladiateur.
Étymologie: μονομάχος.

Russian (Dvoretsky)

μονομᾰχικός: свойственный участникам единоборства (φιλοτιμία Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. φιλοτιμία Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα χάριν μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.

Greek Monolingual

μονομαχικός, -ή, -όν (Α) μονομάχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη μονομαχία
2. αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.).

Greek Monotonic

μονομᾰχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη μονομαχία, σε Πολύβ.

Middle Liddell

μονομᾰχικός, ή, όν
of or in single combat, Polyb. [from μονομᾰ́χος]