λυπητικός

Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

λυπητική, λυπητικόν,
A feeling pain, ἐπί τινι Arist.MM1192b22.
II τὸ λυπητικόν = the capacity for feeling pain, Plu.2.657a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
affligeant.
Étymologie: λυπέω.

German (Pape)

[ῡ], betrübend, Sp.; τὸ λ. = λύπη, Plut. Symp. 3.8.2.

Russian (Dvoretsky)

λῡπητικός: удручающий, прискорбный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λῡπητικός: -ή, -όν, ὁ αἰσθανόμενος πόνον, λύπην, ἐπί τινι Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 28, 1. II. λυπηρός, θλιβερός, προξενῶν λύπην, τὸ λυπ., = λύπη, Πλούτ. 2. 657Α.

Greek Monolingual

λυπητικός, -ή, -όν (AM) λυπώ
αυτός που αισθάνεται λύπη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν
η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῖ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.).
επίρρ...
λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)
λυπημένα, με λύπη, με τρόπο που προξενεί λύπη.