ἐπικήδειος
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
English (LSJ)
ον α, ον Lib. Decl.40.15), of or at a burial, funeral, ᾠδά E.Tr.514 (lyr.), cf. Pl.Lg. 800e (pl.); πόνοι E.Alc. in Gött.Nachr.1922.9; μοῦσα Ael.NA5.34; λόγοι D.H.Rh.6.1; ἐπικήδειον, τό, dirge, elegy, Plu.Pel.1, al. (sung before burial, opp. ἐπιτάφιον, Serv.ad Virg.Ecl.5.14; opp. θρῆνος, Ptol. Ascal.p.404 H.).
German (Pape)
[Seite 948] zur Todtenbestattung gehörig; ᾠδαί Plat. Legg. VII, 800 c; μέλος Ael. H. A. 5, 34; λόγος u. ä., Leichenrede, Plut., auch τὸ ἐπικήδειον, ein Trauergedicht, Plut. Pelop. 1 u. oft.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
funèbre ; τὸ ἐπικήδειον PLUT poésie ou chant funèbre.
Étymologie: ἐπί, κῆδος.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπικήδειος, -ον)
αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά την κηδεία, ο νεκρώσιμος (α. «επικήδειος λόγος» β. «ἄεισον ἐν δακρύοις ᾠδὰν ἐπικήδειον», Ευρ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επικήδειος (λόγος)
νεκρώσιμη ομιλία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικήδειον (μέλος)
θρηνητικό τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κήδειος (< κήδος «φροντίδα»)].
Greek Monotonic
ἐπικήδειος: -ον (κῆδος), αυτός που γίνεται ή λέγεται σε ταφή, νεκρικός, επικήδειος, σε Ευρ.· ἐπικήδειον, τό, θρήνος, ελεγεία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικήδειος: похоронный, погребальный (ᾠδή Eur.; αὐλός Plut.).
Middle Liddell
κῆδος
of or at a burial, funeral, Eur.; ἐπικήδειον, ου, τό, a dirge, elegy, Plut.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ἐπί + κῆδος (=φροντίδα). Γιά περισσότερα παράγωγα δές στή λέξη κηδεία.