ἐγκοληβάζω

Revision as of 10:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

in Ar.Eq.263, gulp down, swallow up, v. Sch. ad loc., Hsch.; also expld. by ἐπὶ κόλοις βαίνειν, Suid. s.v. ἐκολαβήσας.

Spanish (DGE)

dud. patear, pisar la barriga al adversario caído en el suelo, prob. c. sent. obsc. dar por el culo εἶτ' ἀποστρέψας τὸν ὦμον αὐτὸν ἐνεκολήβασας c. juego de palabras, Ar.Eq.263 (cj.), cf. Sch.ad loc., EM 340.33G., Sud.s.u. ἐκολαβήσας, v. ἐγκολαβίζω.

German (Pape)

[Seite 709] nur bei Ar. Equ. 264, v.l. ἐνεκολάβησας, Schol. καταπέπωκας, wie die VLL. καταπιεῖν erkl. u. an ἄκολος denken, = hinunterschlucken, nach Eust. wie ein κόλαβος. Andere erkl. es für einen Fechterausdruck, = einen Tritt auf den Bauch geben.

French (Bailly abrégé)

avaler gloutonnement comme un gâteau κόλλαβος.
Étymologie: ἐν, κόλλαβος.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκοληβάζω: предполож. проглатывать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκοληβάζω: ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, πιθαν. πίπτω βαρέως ἐπί τινος, ἴδε σημείωσιν Donaldson, ἐν Πινδ. Π. 8. 81 (115)· ἂν καὶ συνήθως ἑρμηνεύεται καταπίνω, «ἐνεκολάβησας, καταπέπωκας» Σχόλ. εἰς Ἱππ. Ἀριστ. ἔνθ. ἀν. Ὑπάρχουσιν ἐν τούτοις ἱκαναὶ δι. γρ.

Greek Monolingual

ἐγκοληβάζω (Α)
καταπίνω.

Greek Monotonic

ἐγκοληβάζω: πέφτω με δύναμη πάνω σε κάποιον, ρουφώ, καταπίνω, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Middle Liddell


to fall heavily upon, or to gulp down, swallow up, Ar. deriv. unknown

Translations

sodomize

Arabic: لَاطَ‎; Dutch: anale seks hebben, kontneuken; Chinese Mandarin: 雞姦, 鸡奸; Esperanto: bugri; Finnish: harrastaa sodomiaa, harrastaa anaaliyhdyntää, pakottaa anaaliyhdyntään, harrastaa anaaliseksiä, panna perseeseen; French: empaffer, enculer, sodomiser; Greek: γαμάω από τον κώλο, πηδάω από τον κώλο, κάνω πρωκτικό σεξ, κάνω πρωκτικό, σοδομίζω, ξεκωλώνω, ξεκωλιάζω; Ancient Greek: πυγίζω, πρωκτίζω, λακωνίζω, ἐγκοληβάζω; German: sodomisieren; Italian: sodomizzare, inculare, buggerare; Latin: paedico; Maltese: ssodomizza; Polish: uprawiać seks analny, cwelić, przecwelić; Portuguese: enrabar; Spanish: encular, sodomizar, dar por el culo; Swahili: -fira, -lawiti