ἐπιγνωρίζω

Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A make known, announce, signify, ἀληθῆ εἶναι ταῦτα X.Cyn.6.23:—Pass., Sm.Pr.20.11.
II. recognize, J.AJ19.3.1.

German (Pape)

[Seite 933] bekannt machen, kund thun, Xen. Cyn. 6, 23, mit acc. c. inf., u. Sp.

French (Bailly abrégé)

faire connaître, avec prop. inf..
Étymologie: ἐπί, γνωρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγνωρίζω: давать знать, указывать (ἀληθῆ εἶναι ταῦτα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγνωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, καθιστῶ τι γνωστὸν διὰ σημείων, ἐπιγνωρίζουσαι (αἱ κύνες) ἀληθῆ εἶναι ταῦτα Ξεν. Κυν. 6. 23.

Greek Monolingual

ἐπιγνωρίζω (AM)
καθιστώ γνωστό κάτι, ανακοινώνω
αρχ.
αναγνωρίζω.

Greek Monotonic

ἐπιγνωρίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, γνωστοποιώ κάτι με σημεία, αναγγέλλω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. Attic ῐῶ
to make known, announce, Xen.