μωμητός

Revision as of 11:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μωμητή, μωμητόν,
A to be blamed, A.Th. 508, Luc.Alex.3.
2 bringing disgrace, ἀστήρ Cat.Cod.Astr.2.163.

German (Pape)

[Seite 225] tadelnswert, Aesch. Spt. 490 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
blâmable.
Étymologie: μωμάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μωμητός: вызывающий насмешки, т. е. достойный порицания Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μωμητός: -ή, -όν, ἄξιος ψόγου, ψεκτός, μεμπτός, Αἰσχύλ. Θήβ. 508.

Greek Monolingual

μωμητός, -ή, -όν (Α) μωμώμαι
1. αυτός που είναι άξιος ψόγου, μεμπτός, αξιοκατάκριτος
2. δυσμενής.

Greek Monotonic

μωμητός: -ή, -όν (μωμάομαι), αξιοκατάκριτος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μωμητός, ή, όν μωμάομαι
to be blamed, Aesch.

Translations