παραλανθάνω

Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

escape the notice of, τινα Pl.Hp.Ma.298b, Isoc.10.14, 11.48, D.46.17: abs., lie hid, concealed, ἐν ταῖς ψάμμοις f l. in Hdn. 4.15.2.

German (Pape)

[Seite 486] (s. λανθάνω), daneben, dabei verborgen sein, τινά, vor Jemandem, Plat. Hipp. mai. 298 b; Isocr. 10, 14; entgehen, παρέλαθεν αὐτοὺς τοῦτο, Dem. 46, 17; Sp.; absol., Hdn. 4, 15, 7.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρέλαθον, etc.
être caché à, être ignoré ou inconnu de.
Étymologie: παρά, λανθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-λανθάνω aan de aandacht ontsnappen van, met acc.: καὶ τοῦτον μικρόν τι παρέλαθεν zelfs hem ontging een kleinigheid Isocr. 10.14.

Russian (Dvoretsky)

παραλανθάνω: оставаться скрытым, быть неизвестным: π. τινά Plat., Dem. ускользать от кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

παραλανθάνω: διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298Β, Ἰσοκρ. 210D, 230D. κτλ.· ― ἀπολ., κεῖμαι κεκρυμμένος, ἐν ταῖς ψάμμοις Ἡρῳδιαν. 4. 15, 7.

Greek Monolingual

Α
1. διαφεύγω της προσοχής κάποιου
2. βρίσκομαι κρυμμένος κάπου.

Greek Monotonic

παραλανθάνω: διαφεύγω από την προσοχή κάποιου, τινά, σε Πλάτ.

Middle Liddell


to escape the notice of, τινά Plat.