συγκαταβιβάζω

Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A decoy or draw into action, Plb.5.70.8.
II transfer accent to final syllable, A.D.Adv.173.11.

German (Pape)

[Seite 964] mit herabführen, Pol. 5, 70, 8.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταβῐβάζω: заставлять спуститься вместе, сводить вниз или дальше (τινάς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταβῐβάζω: παραπλανῶ, προσελκύω καὶ ἄγω μετ’ ἐμαυτοῦ, Πολύβ. 5. 70, 8.

Greek Monolingual

Α
1. παρασύρω, παραπλανώ
2. γραμμ. μεταφέρω τον τόνο στην τελευταία συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταβιβάζω «κατεβάζω, μεταφέρω τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα ή στη λήγουσα»].