βαβάκτης

Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

reveller, of Pan, Cratin.321, cf. Eust.1431.46; of Dionysus, Corn.ND30; expld. by ὀρχηστής, EM183.45, Hsch.

Spanish (DGE)

(βᾰβάκτης) -ου
bullanguero, bullicioso de Dioniso Πάν Cratin.359, Βάκχος Corn.ND 30, cf. Hsch., Phot.β 6, EM 183.45.
• Etimología: Quizá rel. c. la familia expresiva de βαβάζω. Por su rel. c. el culto de Dióniso tb. se piensa en un posible origen lid.

German (Pape)

[Seite 423] ὁ, 1) Schreier, Schwätzer, VLL; auch Sänger, Hesych. – 2) Tänzer, voc. βαβάκτα Cratin. E. M. 183, 42.

Greek Monolingual

βαβάκτης, ο (AM)
1. αυτός που γλεντάει θορυβωδώς (αποδίδεται στον Πάνα ή στον Διόνυσο)
2. χορευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λόγω της σημασίας της συνδέεται πιθ. με την εκφραστική ομάδα των βαβάζω, βαβαί, βάβακος, βάζω κ.ά., ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για λ. λυδικής προελεύσεως, εάν συσχετιστεί με μία προσωνυμία του Βάκχου, οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: Epithet of Pan (Kratin.), Dionysos (Corn.).
Other forms: ἐκβαβάξαι ἐκσαλεῦσαι Η = S. fr. 139. βαβάξαι ὀρχήσασθαι H.; βαβάκτης ὀρχηστής, ὑμνῳδός, μανιώδης, κραύγασος, ὅθεν καὶ Βάκχος H.; = λάλος, EM 183, 45
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoetical word to express joy, cf. βαβάζω. The connection with Lydian (Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut) is considered by DELG as etym. speculation on Bakchos. The terms with βαβα(κ)- may sometimes have included other expressions of joy etc., and not in one language only.

Frisk Etymology German

βαβάκτης: {babáktēs}
Grammar: m.
Meaning: Beiwort des Pan (Kratin.), des Dionysos (Corn.); nach EM 183, 45 und H. teils = ὀρχηστής, μανιώδης, teils = λάλος, κραύγασος.
Etymology: Vgl. βαβάξαι· ὀρχήσασθαι bzw. βαβάζω, s. d. Im Sinn von ὀρχηστής bzw. ὀρχήσασθαι nach Bechtel BB 23, 248 zu βέμβιξ Kreisel, Wasserstrudel, Hummel (?), s. d. Vgl. noch v. Windekens Beitr. z. Namenforschung 4, 126 mit kühnen semantischen Kombinationen.
Page 1,206