δειπνοποιέω

Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

prepare a dinner, X.Cyr.5.2.6 (v.l. δειπνοποιοῦντο), Alciphr.2.1:—Med., δειπνοποιοῦμαι = dine, Th.4.103, Plu.2.225d.

Spanish (DGE)

1 preparar la cena X.Cyr.5.2.6, Alciphr.4.16.6.
2 en v. med. cenar δειπνοποιησάμενος ἐχώρει τὴν νύκτα tras la cena avanzó durante la noche Th.4.103, δειπνοποιοῦνται ἐν Ἀργινούσαις Th.8.101, cf. X.Eq.Mag.7.12, Aen.Tact.7.3, 16.12, I.AI 18.355, παρήγγειλεν ἀριστοποιεῖσθαι ὡς ἐν ᾍδου δειπνοποιησομένους les ordenó almorzar como si fueran a cenar en el Hades (como quien no va a comer nunca más), Plu.2.225d, cf. X.Eph.1.11.2, 3.9.3, Poll.6.102, D.C.47.1.2.

German (Pape)

[Seite 541] eine Mahlzeit bereiten, Alciphr. 2, 1; Med., sich eine Mahlzeit bereiten lassen, speisen, Thuc. 4, 103; Xen. Cyr. 5, 2, 6 u. öfter.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειπνοποιέω [δειπνοποιός] een/de maaltijd maken; med. de maaltijd gebruiken.

Greek Monotonic

δειπνοποιέω: μέλ. -ήσω, παραδίδω, ετοιμάζω δείπνο — Μέσ., δειπνίζω, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνοποιέω: παρέχω δεῖπνον, Ἀλκίφρων 2. 1. – Μέσ., δειπνῶ, Θουκ. 4. 103, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 6, κτλ.

Middle Liddell


to give a dinner:— Mid. to dine, Thuc., Xen.