δειπνοποιέω
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
prepare a dinner, X.Cyr.5.2.6 (v.l. δειπνοποιοῦντο), Alciphr.2.1:—Med., δειπνοποιοῦμαι = dine, Th.4.103, Plu.2.225d.
Spanish (DGE)
1 preparar la cena X.Cyr.5.2.6, Alciphr.4.16.6.
2 en v. med. cenar δειπνοποιησάμενος ἐχώρει τὴν νύκτα tras la cena avanzó durante la noche Th.4.103, δειπνοποιοῦνται ἐν Ἀργινούσαις Th.8.101, cf. X.Eq.Mag.7.12, Aen.Tact.7.3, 16.12, I.AI 18.355, παρήγγειλεν ἀριστοποιεῖσθαι ὡς ἐν ᾍδου δειπνοποιησομένους les ordenó almorzar como si fueran a cenar en el Hades (como quien no va a comer nunca más), Plu.2.225d, cf. X.Eph.1.11.2, 3.9.3, Poll.6.102, D.C.47.1.2.
German (Pape)
[Seite 541] eine Mahlzeit bereiten, Alciphr. 2, 1; Med., sich eine Mahlzeit bereiten lassen, speisen, Thuc. 4, 103; Xen. Cyr. 5, 2, 6 u. öfter.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειπνοποιέω [δειπνοποιός] een/de maaltijd maken; med. de maaltijd gebruiken.
Greek Monotonic
δειπνοποιέω: μέλ. -ήσω, παραδίδω, ετοιμάζω δείπνο — Μέσ., δειπνίζω, σε Θουκ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνοποιέω: παρέχω δεῖπνον, Ἀλκίφρων 2. 1. – Μέσ., δειπνῶ, Θουκ. 4. 103, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 6, κτλ.
Middle Liddell
to give a dinner:— Mid. to dine, Thuc., Xen.
Lexicon Thucydideum
coenare, to dine, 4.103.1, [Reg. Regius manuscript δεῖπνον ποιης.] 8.101.2, [plerique codd. very many manuscripts περαιοῦνται]