διερευνητής

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

διερευνητοῦ, ὁ,
A scout or vedette, X.Cyr.5.4.4, 6.3.2.
II spy, D.H.4.43.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
explorador X.Cyr.5.4.4, 6.3.2
espía, agente D.H.4.43, D.C.79.13.4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
explorateur, investigateur.
Étymologie: διερευνάω.

German (Pape)

ὁ, Durchspürer; καὶ σκοποί Xen. Cyr. 6.3.2; καὶ κατόπται Dion.Hal. 4.43.

Russian (Dvoretsky)

διερευνητής: ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

διερευνητής: -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.

Greek Monolingual

ο (Α διερευνητής) διερευνώ
σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής
αρχ.
κατάσκοπος.

Greek Monotonic

διερευνητής: -οῦ, ὁ, ανιχνευτής ή κατάσκοπος, σε Ξεν.

Middle Liddell

διερευνητής, οῦ, n [from διερευνάω
a scout or vidette, Xen.