λεωσφέτερος

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

λεωσφέτερον, only in Hdt.9.33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τεισαμενόν made him one of their own people, their fellow-citizen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compatriote, concitoyen.
Étymologie: λεώς, σφέτερος.

German (Pape)

λεωσφ. ἐποιήσαντο Τισαμενόν, Her. 9.33, sie machten den Tisamenus zu Einem von ihrem Volke, zu ihrem Mitbürger, wofür nachher πολίτην σφέτερον steht; Reiske wollte λεῷ σφέτερον ändern.

Russian (Dvoretsky)

λεωσφέτερος:согражданин, соотечественник Her.

Greek (Liddell-Scott)

λεωσφέτερος: -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.

Greek Monolingual

λεωσφέτερος, -ον (Α)
συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέω- (βλ. λαο-) + σφέτερος «δικός τους»].

Greek Monotonic

λεωσφέτερος: -ον, πολιτογραφημένος, συμπολίτης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

λεω-σφέτερος, ον
one of their own people, a fellow-citizen, Hdt.