εὔλυρος
English (LSJ)
εὔλυρον, (λύρα) skilled in the lyre, of Apollo, E.Fr.477; of the Muses, Ar. Ra.229 (lyr.); of a harper, IG14.1663.
German (Pape)
[Seite 1079] die Lyra gut spielend, Μοῦσαι Ar. Ran. 229; Ἀπόλλων Eur. frg. Licymn. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la lyre mélodieuse.
Étymologie: εὖ, λύρα.
Russian (Dvoretsky)
εὔλῠρος: искусно владеющий лирой (Ἀπόλλων Eur.; Μοῦσα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔλῠρος: -ον, (λύρα) ὁ παίζων καλῶς τὴν λύραν, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἀποσπ. 480· ἐπὶ τῶν Μουσῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 229· ἐπὶ κιθαριστοῦ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 215.
Greek Monolingual
εὔλυρος, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα και τις Μούσες ή για κιθαριστή) ο επιδέξιος, ο επιτήδειος στο παίξιμο της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λύρα.
Greek Monotonic
εὔλῠρος: -ον (λύρα), αυτός που παίζει καλά την λύρα, ειδικευμένος στο παίξιμο λύρας, σε Αριστοφ., Ανθ.
Middle Liddell
εὔ-λῠρος, ον λύρα
playing well on the lyre, skilled in the lyre, Ar., Anth.
εὔ-λῠρος, ον [λύω]
1. easy to untie or loose, Xen.; εὔλ. πρὸς λοιδορίαν easily breaking into abuse, Theophr.
2. metaph. easily dissolved or broken, Eur., Xen.