τεταραγμένως

Revision as of 11:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Adv., (ταράσσω) confusedly, Pl.Lg.668e, Isoc.15.245, Epicur.Ep.1p.14U., J.Vit.17, Plu.Ant.37.

German (Pape)

[Seite 1096] adv. part. perf. pass. von ταράσσω, zerstreu't, unordentlich, Plat. Legg. II, 668 e.

French (Bailly abrégé)

adv.
en désordre.
Étymologie: part. pf. Pass. de ταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

τετᾰραγμένως: ταράσσω в беспорядке, беспорядочно Isocr., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰραγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ ταράσσω, ἐν συγχύσει, ἐν ταραχῇ, Πλάτ. Νόμ. 668Ε, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 262, Πλουτ. Ἀντών. 37.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με ταραχή, σύγχυση («τὰς ψυχάς τεταραγμένως διακεῖσθαι», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τεταραγμένος του ταράσσω.

Greek Monotonic

τετᾰραγμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ., σε σύγχυση, σε ταραχή, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

[adverb from perf. pass. part.]
confusedly, Isocr.