συγκατακτείνω

Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

slay together, aor. 2 part., συγκατακτὰς.. βοτὰ καὶ βοτῆρας S.Aj.230 (lyr.); but -έκτᾰνον E.Or. 1089.

German (Pape)

[Seite 965] (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; συγκατακτὰς βοτὰ καὶ βοτῆρας, Soph. Ai. 226, συγκατέκτανον, Eur. Or. 1089.

French (Bailly abrégé)

tuer avec, massacrer.
Étymologie: σύν, κατακτείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατακτείνω samen of tegelijk doden, met acc.; abs.

Russian (Dvoretsky)

συγκατακτείνω: (part. aor. 2 ξυγκατακτάς; aor. 2 ξυγκατέκτανον) убивать вместе или в то же время (βοτὰ καὶ βοτῆρας Soph.).

Greek Monolingual

Α
φονεύω κάποιον μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακτείνω «φονεύω»].

Greek Monotonic

συγκατακτείνω: αόρ. βʹ -κατέκτᾰνον, ανώμ. μτχ. -κατακτάς· σκοτώνω, σφαγιάζω μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακτείνω: κτείνω, φονεύω ὁμοῦ, μετοχ. ἀορ. β΄, ξυγκατακτάς... βοτὰ καὶ βοτῆρας Σοφ. Αἴ. 230· ἀλλὰ -έκτανον Εὐρ. Ὀρ. 1089.

Middle Liddell

aor2 -κατέκτᾰνον irr. part. -κατακτάς
to slay together, Soph., Eur.