μαγάδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of μαγάς, BGU1125.21 (i B.C.), Ptol.Harm.1.8,3.1, v.l. in Luc.DDeor.7.4.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
μᾰγάδιον: (γᾰ) τό муз. кобылка, подставка для струн Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μαγάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαγάς, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 4 κοινῶς μαγάδα.
Greek Monolingual
μαγάδιον, τὸ (Α) μαγάς
μικρό τεμάχιο από ξύλο που υποβάσταζε τις χορδές τών μουσικών οργάνων.
Greek Monotonic
μαγάδιον: τό, υποκορ. του μαγάς, σε Λουκ.